- κουριώ
- κουριῶ, -άω (Α)1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῡν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν.β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ιάω / -ιῶ που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ιλιγγ-ιώ, λεπρ-ιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.